Ο Ιερός Ναός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου βρίσκεται στην κορυφή ενός λοφίσκου στη βόρεια περιοχή της νεότερης επέκτασης του Αιγινίου και σε απόσταση 30 χλμ περίπου από την Κατερίνη. Κτισμένος μέσα σε μεγάλο διαμορφωμένο αυλόγυρο, πρώην νεκροταφείο, σήμερα φιλοξενεί και τη νεόκτιστη εκκλησία της Κοίμησής της Θεοτόκου.
Είναι κηρυγμένο μνημείο ΥΑ 4701 (ΦΕΚ: 183/Β/1967-03-16) και υπάγεται στην ΕΦΑ Πιερίας.
Ο Ναός λειτουργούσε κανονικά μέχρι το 1950. Τότε ακριβώς δίπλα του άρχισε να κτίζεται η καινούρια και πολύ μεγαλύτερη εκκλησία για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού που αυξήθηκε με πολύ γρήγορο ρυθμό, οπότε ο χώρος του ναού θεωρήθηκε ανεπαρκής. Από το 1953 ο ναός διατηρήθηκε τόσο, ώστε να μη θεωρείται εγκαταλειμμένος.
Χαμηλός και απέριττος εξωτερικά, δηλώνει έμμεσα το χρονικό του στίγμα, τη ζοφερή και μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Αρχιτεκτονικά, ο ναός ήταν μια μικρή μονόχωρη βασιλική με νότια στοά, καλυμμένη με ξύλινη δικλινή στέγη. Η κύρια είσοδος βρισκόταν στο μέσον της δυτικής τοιχοποιίας με την επιγραφή της χρονολόγησης ακριβώς πάνω της. Σήμερα, ο ναός έχοντας δεχθεί πολλαπλές επεμβάσεις και προσθήκες, εμφανίζεται ως ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα. Είναι κατασκευασμένος με αρχαίους λαξευμένους δόμους και κομμάτια από παλαιοχριστιανική βασιλική, εξωτερικά παραμένει λιτός.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων της περιοχής, μεγάλες επεμβάσεις στο ναό έγιναν από το 1940 έως το 1945. Προγενέστερα, το 1930, έγινε η επέμβαση του ταβανιού, το οποίο είναι ξύλινο πολύ απλής μορφής χωρίς διάκοσμους. Όταν τοποθετήθηκε στον κυρίως ναό, όχι μόνο διέκοψε τις παραστάσεις των τοιχογραφιών, αλλά και κατέστρεψε τμήματα τους. Την προαναφερθείσα περίοδο, διευρύνθηκε ο ναός με το κλείσιμο της νότιας στοάς που κτίστηκε περιμετρικά. Η επέμβαση επεκτάθηκε και προς τα δυτικά, κτίζοντας ορθογώνιο νάρθηκα εγκάρσια στον κυρίως ναό και στη στοά, όπου αρχικά λειτουργούσε σχολείο. Με το κτίσιμο του νάρθηκα καταστράφηκε το δυτικό τμήμα της πεζούλας που υπήρχε στη νότια στοά και αχρηστεύθηκε η κύρια είσοδος του ναού που αντικαταστάθηκε από αυτή της νότιας πλευράς, δεξιά και αριστερά της οποίας υπάρχουν ορθογώνια παράθυρα. Ο δε χώρος του σχολείου λειτουργούσε με δική του αυτόνομη είσοδο που βρίσκεται στο ΝΔ άκρο της νότιας τοιχοποιίας.
Το 1945 απομακρύνθηκε η δυτική τοιχοποιία του κυρίως ναού και ταυτόχρονα κτίσθηκε πολύ πρόχειρα με πλινθιές η προέκταση του νότιου τοίχου του κυρίως ναού μέχρι το πέρας του νάρθηκα, δημιουργώντας χωριστό γυναικωνίτη στο ΝΔ άκρο του κτιρίου, επέκταση που επέβαλαν οι ανάγκες αύξησης του πληθυσμού. Ο γυναικωνίτης επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό μέσω μικρών τετράγωνων ανοιγμάτων που βρίσκονται ακριβώς πάνω από το ύψος των στασιδιών.
Λίγο μεταγενέστερα, γύρω στα 1947-1948 το αρχικό δάπεδο του ναού που ήταν καλυμμένο με μαρμάρινες πλάκες και πέτρες, αντικαταστάθηκε από μπετονένιο δάπεδο ενιαίο μεταξύ στοάς και κυρίως ναού στην ίδια στάθμη με το περιβάλλον έδαφος του κτιρίου.
Η ανατολική τοιχοποιία του κυρίως ναού είναι αυτή που έχει την πλέον επιμελημένη δόμηση. Είναι κτισμένη με πέτρες και τούβλα ενώ μεγαλύτερων διαστάσεων λαξευμένοι αρχαίο δόμοι χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση των γωνιών. Η αψίδα του ιερού που προεξέχει είναι πολυγωνική εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά.
Η βόρεια τοιχοποιία του κυρίως ναού είναι κτισμένη στο χαμηλότερο τμήμα της με πέτρες και τούβλα ενώ στο υψηλότερο με πολύ μεγάλους δόμους σε δεύτερη χρήση και μεταξύ αυτών οριζόντια τοποθετημένα τούβλα και πολύ ισχυρό συνδετικό κονίαμα.
Ωστόσο τα υλικά και ο τρόπος δόμησης των τοίχων που έγιναν μεταγενέστερα, δηλαδή του Δ. και Ν. και τμημάτων ων ΒΔ και ΝΑ τοίχων, είναι πολύ πρόχειρα με αποτέλεσμα δυσμενή τόσο στο στατικό τους, όσο και στη μορφολογία του ναού. Όλες οι προσθήκες δεν έχουν απολύτως καμία συνάφεια στο κτίσιμό τους με τους παλιούς τοίχους, με συνέπεια ρηγματώσεις αποκόλλησης, ενώ μεταξύ τους έχουν κοινά χαρακτηριστικά.
Η είσοδος στον κυρίως ναό γίνεται μέσω μικρού αρχικού ανοίγματος που βρίσκεται στην Ν. τοιχοποιία, η οποία είναι τοιχογραφημένη τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά, εκτός από ένα τμήμα της που είναι σήμερα επιχρισμένο και ασβεστωμένο.
Ο κυρίως ναός φωτίζεται αμυδρά από 3 μικρά παράθυρα ελαφράς σφηνοειδούς μορφής που βρίσκονται στο Ιερό, ένα νεότερο φεγγίτη που βρίσκεται στη στέγη και 2 παράθυρα στην προσθήκη του νάρθηκα. Επίσης υπάρχει ένα παράθυρο στο γυναικωνίτη. Όλα έχουν νεότερα μεταλλικά κουφώματα.
Στο βόρειο τμήμα του ιερού υπάρχουν 2 μικρές ημικυκλικής διατομής κόγχες, μια στην ανατολική και μια στη βόρεια τοιχοποιία. Στο κέντρο του ιερού σώζεται η μαρμάρινη βάση της Αγίας Τράπεζας που είναι σήμερα καλυμμένη με ξύλινο τραπέζι.
Το ξύλινο τέμπλο, μεταγενέστερης επέμβασης έχει πολύ λιτή μορφή όπως και τα υπόλοιπα ξύλινα στοιχεία του ναού.
Εξωτερικά του ναού, στη βόρεια και στην ανατολική πλευρά, κτίστηκε γύρω στο 1955, τσιμεντένιο πεζούλι αντιστήριξης.
Η κάλυψη του ναού γίνεται με ξύλινη στέγη με προέκταση απότμησης στη δυτική πλευρά που έγινε για να στεγάσει την προσθήκη του νάρθηκα, οπότε εμφανίζεται δυσανάλογη για τις διαστάσεις του ναού.
Η τοιχογράφιση του ναού είναι ιδιαίτερα πλούσια. Τοιχογραφίες που είναι υπό μελέτη καλύπτουν τη βόρεια, την ανατολική και τη νότια τοιχοποιία του κυρίως ναού και θα πρέπει να υπήρχαν και στη δυτική που είναι σήμερα κατεστραμμένη. Επίσης κατάγραφη είναι η πλευρά της νότιας τοιχοποιίας προς το νάρθηκα. Οι τοιχογραφίες αυτές παρουσιάζουν στενή συνάφεια με έργα του λεγόμενου «Εργαστηρίου της Καστοριάς» και συγκεκριμένα με τις τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου της μοναχής Ευπραξίας στην Καστοριά, που χρονολογούνται στα 1483. Οι τοιχογραφίες διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση στο άνω μέρος του βόρειου και νότιου τοίχου και στο ανατολικό αέτωμα επειδή προφυλάχθηκαν από τις μεταγενέστερες επιζωγραφίσεις και την καπνιά λόγω της τοποθέτησης ταβανιού σε προσφάτους χρόνους. Οι τοιχογραφίες του ναού είναι εξαιρετικής ιστορικής και καλλιτεχνικής σημασίας όχι μόνο για το Αιγίνιο, αλλά και για τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας.
Από τις τοιχογραφίες αυτές συνάγεται η περίοδος κατασκευής του ναού που τοποθετείται στις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα. Ωστόσο το παλαιότερο στρώμα τοιχογραφιών που αποκαλύφθηκε στο ιερό πιθανώς ανάγει την κατασκευή του ναού στο α’ μισό του 15ου αιώνα ή και στα τέλη του 14ου αιώνα, αποτελώντας αδιάψευστη μαρτυρία για την ύπαρξη της ίδιας της κοινότητας κατά την εποχή εκείνη.
© ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΙΤΡΟΥΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ